Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

26 Οκτωβρίου (μέρος 1ο)



Επειδή τυχαίνει στο πίσω μέρος της ταυτότητάς μου να γράφει «Δήμητρα» κάτω από το όνομα, την Παρασκευή που μας πέρασε, γιόρταζα. Ανοίξτε ακριβές σαμπάνιες (όχι από το Lidl τσιφούτηδες), στρώστε κόκκινα χαλιά και ρίξτε ψηλά τις σερπαντίνες (αλί σε αυτόν που θα σκουπίσει μετά)! Για την ακρίβεια γιόρταζα εγώ και η άλλη μισή Ελλάδα, άνθρωποι που, για έναν ανεξήγητο λόγο, «ξέφυγαν», και δεν τους ονόμασαν Γιάννη ή Μαρία, αλλά τους δόθηκε ένα άλλο εξωτικό και σπάνιο όνομα, όπως είναι το Δημήτρης/-α.

Γενικά, τέτοια μέρα κάθε χρόνο δεν κάνω κάτι διαφορετικό. Δε χαίρομαι επί 24 ώρες το όνομά μου, δεν κερνάω παστάκια όλον τον κόσμο (ειδικά τώρα που τα ζαχαροπλαστεία, λόγω κρίσης, δεν έχουν κίνηση και σου πουλάνε φρυγανιά για παντεσπάνι), και δεν πάω στα μπουζούκια να τα σπάσω (όπως, άλλωστε, θα πρόσταζε και το τραγούδι «Δημητρούλα μου, σπασ’τα»). Αντιμετωπίζω αυτή τη μέρα σαν ακόμα μία συνηθισμένη μέρα με τη διαφορά ότι συνολικά 15 λεπτά της ημέρας κάθομαι και ανταποδίδω ευχές στο τηλέφωνο ή.. στον υπολογιστή. Μάλιστα, στον υπολογιστή! «Φίλες» και γνωστές, που ακόμα να πάρουν τηλέφωνο για να κανονίσουμε να πιούμε εκείνον τον ριμαδοκαφέ που είχαμε πει πριν μήνες, στείλανε μια-δυο σειρές από ευχές για την ονομαστική μου γιορτή μέσω facebook, gmail και skype, για να μην ξοδέψουν τις μονάδες τους στο κινητό. «Ε τώρα γίνεσαι υπερβολική.» λέει η μάνα μου, σπεύδοντας να επικρίνει την, κατά τα λεγόμενά της, ανωριμότητά μου, όταν της λέω με παράπονο πως θα στεναχωριόμουν λιγότερο εάν, αντί αυτών των άδειων, τυπικών ευχών, απλά δε στέλνανε τίποτα.

Επί τέσσερα χρόνια στη Βρετανία δε γιόρταζα την ονομαστική μου εορτή, γιατί πολύ απλά εάν πεις για «Name day» μπροστά σε Βρετανό θα σου πει «Whats a name day? It sounds interesting!» πριν ή αφού σε ρωτήσει εάν τρώγεται. Επί τη ευκαιρία, πρέπει να είμαι η μόνη Ελληνίδα που επί μία ολόκληρη τετραετία δεν κατάφερε να βρει ούτε έναν Έλληνα φίλο ή φίλη στην Βρετανία. Είχα μόνο ξένους φίλους. Αυτοί με τους οποίους έκανα περισσότερο παρέα ήταν μία Αμερικανίδα, μία Βρετανίδα, μία Ασιάτισα και ένας Πολωνός. Έναν Πόντιο μόνο θέλαμε για να κάνουμε το τέλειο τουρλού εθνικότητας για ανέκδοτο! Όμως, εκτός από το γεγονός ότι ακριβώς επειδή οι Βρετανοί δεν ξέρουν για τις ονομαστικές γιορτές θα έπρεπε να κάθεσαι να εξηγείς πενήντα φορές στα αγγλικά για τα ονόματα των αγίων και τα σχετικά πάνω ένα κουτί παστάκια που υποτίθεται ότι πρέπει να τους κεράσεις, υπήρχε και ένα άλλο πρόβλημα. Δεν έβρισκες παστάκια! Δεν έβρισκες καν ζαχαροπλαστείο. Είχα γυρίσει όλο το Εδιμβούργο και ποτέ δεν είδα ζαχαροπλαστείο ή έστω κάτι που να θυμίζει ένα. Μία φορά είχα γράψει «patisserie in Edinburgh» στη μηχανή αναζήτησης του Google και τα αποτελέσματα μιλούσαν από μόνα τους, έπρεπε να μεταναστεύσω για να φάω μία νουγκατίνα!

Για να σας ικανοποίησω την περιέργεια, οι Βρετανοί στα γενέθλιά τους δε σβήνουν τα κεράκια πάνω σε τούρτα (επειδή, όπως είπαμε, τα ζαχαροπλαστεία και οι κόκκινοι σκίουροι είναι είδη προς εξαφάνιση στη Σκωτία), αλλά πάνω σε.. cake! Και περνάνε όλο το βράδυ έχοντας κατεβάσει μία μπουκιά cake, 36 νταμιτζάνες από ό,τι περιέχει αλκοόλ, σε σημείο που αν φυσήξουν τις κουρτίνες θα πάρουν φωτιά, και όλο το επόμενο μεσημέρι (προφανώς το πρωί είναι ακόμα λιπόθυμοι από το hangover) ψάχνοντας τις τελευταίες φωτογραφίες στη φωτογραφική τους για να μπορέσουν να θυμηθούν τι συνέβη το βράδυ. Αδράττοντας την ευκαιρία, με όλη την καλή διάθεση και την αγάπη μου για τους Βρετανούς, θέλω να τους αφιερώσω ένα τεύχος του «Asterix» που ο Οβελίξ λέει «Είναι τρελοί αυτοί οι Βρετανοί!»

..to be continued.. 

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Back; alive and kicking!


Δύο μήνες αποχής από το blogging, από το γράψιμο αλλά και την παρακολούθηση άλλων blogs. Δεν έχω χάσει απλά επεισόδια, αλλά ολόκληρη σεζόν. Τι έγινε άραγε; Πού χάθηκα, και γιατί δεν είχα μαζί μου το GPS; Καυτά ερωτήματα γύρω από την δίμηνη εξαφάνιση της τόσο-άσημης-που-δεν-την-ξέρει-η-μάνα-της, καμένης blogger. Και ναι, ούτε η μάνα μου δεν ξέρει για το blog, ούτε φίλοι, ούτε γνωστοί, παρά μόνο κάτι άγνωστοι περαστικοί που στα πρώτα 5 λεπτά σιχτιρίζουν και ψάχνουν απεγνωσμένα το μικρό «Χ» πάνω δεξιά στην οθόνη. Δύο μήνες περίπου, αρχικά αναγκαστικής αποχής λόγω μετακόμισης και δύο αποτυχημένων προσπαθειών εγκατάστασης internet στο καινούργιο σπίτι, και έπειτα επαναλαμβανόμενης αναβολής -μία λέξη που δυστυχώς υπάρχει στο λεξιλόγιό μου και εγώ στον ορισμό της. Το ανέβαλα γιατί..

Έκανα διακοπές. Ψέματα, δεν έκανα, αλλά θα μπορούσα άνετα να το προφασιστώ.

«Είτε γράψω σήμερα, είτε γράψω σε ένα χρόνο, ένα και το αυτό. Big deal, ποιοι θα με διαβάσουν; Θα συγκεντρωθώ, όμως, να γράψω αύριο. Ναι, αύριο.» Από αύριο σε αύριο το πήγαινα.

Writers block, perhaps? Μπα, για να έχει κανείς writers block απαραίτητη προϋπόθεση είναι να είναι ο ίδιος writer, κι εγώ δεν είμαι με καμία δύναμη! Αν εγώ λεγόμουν writer, τότε οι σεφ εστιατορίων θα έπαιρναν το Πούλιτζερ για τη συγγραφή των.. μενού.

Τέλος, μου έλειπε έμπνευση και αυτοσυγκέντρωση. Ιδέες υπήρχαν και υπάρχουν. Πολλές! Αλλά δεν μπορούσα να στρωθώ να τις αξιοποιήσω καταλλήλως, κι έτσι απείχαν πολύ από το να πάρουν μορφή γραπτού κειμένου. Έμπνευση; Σημειώσατε μηδέν. Pathetic, αλλά ακόμα και για να γράψω βλακείες.. αγχμ.. posts ήθελα να πω, θέλω μία άλφα ψυχολογία, αρκετή αυτοσυγκέντρωση και μία σταγόνα έμπνευσης, και όλα αυτά στο μπλέντερ.

Και θα το ανέβαλα κι άλλο βασικά, γιατί έχω έναν απίστευτο πονοκέφαλο αυτή τη στιγμή, και ο δείκτης του δεξιού μου χεριού είναι προσωρινά «out of service». Δεν ξέρω γιατί, αλλά τους τελευταίους δύο μήνες έχω μαμήσει τα χέρια μου από τα χτυπήματα, τα οποία τις περισσότερες φορές με εμπόδιζαν να γράψω. Τόσα χτυπήματα και με τόσο γρήγορη διαδοχή ούτε πεντάχρονο δε θα κατάφερνε. Γι’ αυτό θα το ανέβαλα πάλι, αυτή τη φορά με χαρτί γιατρού και το κεφάλι ψηλά, αλλά είπα «Φτάνει. Έχω καταντήσει ξεφτίλα και φυγόπονη.» Οπότε πήρα πατριωτικά την εξολόθρευση του αναβλητικού εαυτού μου, και παρά τον πονοκέφαλο κάθισα να γράψω αυτό το post με εννιά δάχτυλα αντί για δέκα (ο δείκτης στον αέρα, αιωρείται.. σα δαχτυλο-στύση φαίνεται) και χωρίς να έχω πάρει παυσίπονα, παρά μόνο ακούγοντας το Opus 100 (D 929) του Schubert στο χαμηλό.

Κάπως έτσι, λοιπόν, δηλώνω πως θα είμαι ενεργή πάλι στο blogging καθώς οι προσευχές σας για το αντίθετο προφανώς δεν έπιασαν. Next time, pray harder. Πάω να διαβάσω κείμενα από τα blogs που παρακολουθώ, ανυπομονώ να δω τι έχασα. Καλό βράδυ.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

You lying bastard.. I like you!

Μικρή ήμουν ένα περίεργο και αρκετά φοβισμένο παιδί. Βέβαια, έχω αλλάξει απίστευτα πολύ από τότε, είμαι σχεδόν αγνώριστη, καθώς τώρα είμαι μία περίεργη και αρκετά φοβισμένη ενήλικας. Μικρή φοβόμουν ότι ανά πάσα στιγμή θα μου συνέβαινε κάτι κακό. Όποτε έβλεπα ή άκουγα για κάποιο υπαρκτό ή και φανταστικό πρόσωπο που είχε ένα πρόβλημα ή μία άσχημη εμπειρία, ταυτιζόμουν τόσο πολύ μαζί του που ήμουν σίγουρη ότι το ίδιο θα συνέβαινε και σε μένα.

Όπως τότε, με την ταινία «Jane Eyre» του Franco Zeffirelli (1996). Όταν την πρωτοείδα μαζί με την οικογένειά μου στην τηλεόραση ήμουν άρρωστη, αν θυμάμαι καλά δεν ήταν ένα απλό κρυολόγημα αλλά βαρυά ίωση. Αυτό που δε θα ξεχάσω ποτέ από εκείνη την ίωση ήταν ο βήχας μου. Ένας συνεχής βήχας που χειροτέρευε μέρα με τη μέρα αντί να καλυτερεύει, σε σημείο που ο ήχος έμοιαζε σαν τις κραυγές της κοπέλας από τον «Εξορκιστή», αλλά σε μορφή βήχα! Είχα στεριωθεί μπροστά από την τηλεόραση προσηλλωμένη στην ταινία και βήχωντας κάθε νανο-δευτερόλεπτο σαν μαθουσάλα καπνιστή που κάπνιζε από τα πέντε του. Όλα μια χαρά, ήρεμη και άρρωστη απολάμβανα εκείνη την πολύτιμη οικογενειακή στιγμή, ώσπου είδα τη σκηνή που πεθαίνει η φίλη της Jane Eyre.

Το θέμα δεν ήταν τόσο το ότι πέθανε αλλά το πώς πεθάνε. Έδειχνε πως η μικρή είχε έναν βήχα που χειροτέρευε με τον καιρό και στην κλιμάκωσή του έμοιαζε ανατριχιαστικά πολύ σε ένταση και συχνότητα με τον δικό μου βήχα. Το παιδί είχε νομίζω φυματίωση τελικά κι επειδή δεν το προσέξανε, πέθανε μέσα σε ένα βράδυ. Έπαθα σοκ. «Θα πεθάνω» σκέφτηκα. Βήχω ακριβώς όπως το κορίτσι, οπότε θα πεθάνω ακριβώς όπως το κορίτσι. Έχω φυματίωση και οι γονείς μου ή αδιαφορούνε, ή το ξέρουν και απλά δε μου λένε πως θα πεθάνω για να μη στεναχωρηθώ. Κατέληξα να πλαντάζω στο κλάμα με το κεφάλι μου ακουμπισμένο στα πόδια της μάνας μου να την παρακαλάω να με πάει στο γιατρό πριν πάθω ό,τι έπαθε το κορίτσι. Δε θυμάμαι πόσο καιρό τους πήρε για να με πείσουν ότι θα γίνω καλά στο τέλος. Μη με ρωτήσει κανείς εάν όντως έγινα καλά στο τέλος, γιατί σίγουρα δεν είναι το ολόγραμμά μου που έχει τη δυνατότητα να γράφει blog.

Κάτι παρόμοιο ένιωσα και με την περίπτωση της Julie Andrews, της γνωστής ηθοποιού με την μαγευτική φωνή που έπαιξε στη «Μελωδία της Ευτυχίας», στη «Mary Poppins», και άλλα έργα. Μία εγχείρηση της Andrews της έβλαψε ανεπανόρθωτα τις φωνητικές χορδές με αποτέλεσμα να χάσει την κρυστάλλινη φωνή της και να σταματήσει να τραγουδά επαγγελματικά για πάντα. Φυσικά, όταν το άκουσα αυτό νόμιζα πως θα έχανα κι εγώ τη φωνή μου κάθε φορά, όχι που θα ήθελα να τραγουδήσω νότες, αλλά που θα ήθελα να πω.. την αλήθεια. Πως δε θα έβγαιναν τα λόγια και οι ήχοι που θα ήθελα να βγουν κάθε φορά που θα ήθελα να είμαι απόλυτα ειλικρινής.

Τι θέλω να πω. Η ειλικρίνεια στα βιβλία και στη θεωρία θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρετές που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Αναλόγως, το ψέμα είναι πάντα κατακριτέο και θεωρείται από τα χειρότερα μειωνεκτήματα. Έχετε αναλογιστεί όμως αν κάτι τέτοιο ισχύει και στην πραγματικότητα; Τι είναι το ψέμα; Στην ουσία είναι όταν δε λέμε την αλήθεια. Γι’ αυτό η θεωρία λέει πως πρέπει πάντα να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς προς όλους τους ανθρώπους αποφεύγοντας κάθε είδους ψέμα. Ναι, καλά. Μπούρδες! Όποιος προσπαθήσει να είναι απόλυτα ειλικρινής έστω και για 24 ώρες θα καταλήξει με ένα μαυρισμένο μάτι, τρία καρούμπαλα, 19 ράμματα, δύο σπασμένα πλευρά και με συγγενείς, φίλους και αγνώστους να του κρατάνε μούτρα και να τον διακοσμούνε με ωραία επίθετα, όπως: αγενής, εριστικός, επικριτικός, εμπαθής, ζηλόφθονος, and the list never ends. Φυσικά κανείς δε θα γυρίσει να πει «σε ευχαριστώ, εκτιμώ πολύ την ειλικρίνειά σου».

Παλιά φίλη που έψαχνε επίσημο φόρεμα για να πάει σε ένα γάμο. μου έδειχνε φωτογραφίες καθώς μιλούσαμε στο skype με φορέματα που είχε δοκιμάσει στα διάφορα μαγαζιά για να της πω τη γνώμη μου και να μπορέσει να επιλέξει.

-Πώς σου φαίνεται αυτό;
Ω Χριστέ μου, με αυτό είσαι σαν ανάποδη φούξια μπομπονιέρα βουτηγμένη σε ασημόσκονη.

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό και πάλευε να βγει από τα χείλη, καθώς προσπαθούσα να ξεπεράσω το οπτικό σοκ. Αλλά τελικά κατέληξα να πω κάτι σαν κι αυτό..

-Άχου, τι ωραίοοο. Σου πάει πολύ, σα.. σαν ροζ κουφετάκι είσαι!
-Ναι ναι, μου είπαν και στο κατάστημα ότι είμαι σα νεράιδα και ότι το φόρεμα είναι σα να φτιάχτηκε ειδικά για μένα.
Σιγά μη σου λέγανε διαφορετικά ρε Μαράκι! Να πουλήσουν το φόρεμα θέλανε οι άνθρωποι.

-Ναι, δίκιο έχουν. Δεν το συζητώ. Και πόσο κάνει αυτό το χάρμα οφθαλμών;
-350 ευρώ.

Δίλημμα. Εάν έλεγα την αλήθεια, αυτόματα θα με κυνηγούσε η ταμπέλα της κακιάς, της αγενούς, και της ζηλιάρας. Ενώ με τις απαντήσεις που έδωσα παρέμεινα η γλυκιά ευγενική κοπέλα που στην ουσία ψέκαζε τα ασύστολα ψεύδη με φρουφρού κι αρώματα.  Τι ήταν όμως πιο σωστό; Να είμαι ειλικρινής και να ρισκάρω μία διαπροσωπική σχέση, μήπως και προστατεύσω την κοπέλα από το να επενδύσει τόσα λεφτά σε ένα άθλιο φόρεμα κι από εκείνους τους πωλητές που πωλούσαν φύκια για μεταξωτές κορδέλες; Ή να πω τα καλά και όμορφα λογάκια που περίμεναν ν’ ακούσουν τα αυτάκια της και να ανεβούν ψυχολογία και αυτοπεποίθηση στο maximum;

Εάν αφήναμε αυτό το μικρόβιο που λέγεται «εσωτερική ανάγκη για εξωτερίκευση της αλήθειας», ή για συντομία «ειλικρίνεια», να εξαπλωθεί και να κυριεύσει τον οργανισμό μας, τότε δε θα παίρναμε εκείνη την υποτροφία που χρειαζόμαστε, δε θα περνούσαμε επιτυχώς τη συνέντευξη για εκείνη τη δουλειά που κυνηγούσαμε, και σίγουρα θα ζούσαμε σε ένα τριάρι με σκυλιά και γατιά να γεμίζουν τα άδεια δωμάτια αφού μονάχα εκείνα θα αποδεχόντουσαν την ιδιαιτερότητα αυτής της αρετής μας(;). Δεν είναι λίγες οι φορές που έρχεται το ψέμα στη θέση της ειλικρίνειας για να είμαστε δήθεν ευγενικοί στα μάτια των άλλων, που έρχεται η υποκρισία να πάρει τη μορφή ψεύτικου προσωπείου που θα καλύψει την πραγματική μας μοναδική ταυτότητα προκειμένου να παίξουμε τον κάθε διαφορετικό ρόλο στα πλαίσια της κοινωνίας, και πάει λέγοντας..  

Τελικά όλοι λίγο ή πολύ πάσχουμε από το σύνδρομο «Julie Andrews» που μας καθιστά αδύνατο το να υμνούμε θριαμβευτικά την αλήθεια διαρκώς. Είναι μερικές φορές που μας κάνουν τσαλιμάκια οι ριμάδες οι φωνητικές χορδές και ξεπηδάνε άλλοι ήχοι και άλλες λέξεις από αυτές που είχαν θρονιάσει στο κεφάλι μας. Ζηλεύω τους ανθρώπους που είναι «brutally honest» αλλά φοβάμαι ότι για να τους μοιάσει κανείς θέλει να είναι πολύ αγαπητός, πολύ έξυπνος, πολύ αυτόνομος, πολύ πλούσιος..

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Κυριακάτικο ξύπνημα: όχι η ταινία ρε.


Κυριακή. Όλοι και μόνο στο άκουσμα της Κυριακής έχουν όμορφες εικόνες και κάνουν θετικές σκέψεις. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί απ’ όλες τις μέρες της εβδομάδας η Κυριακή είναι εκείνη που ασυναίσθητα συνδέουμε με όλες τις ελπίδες μας για μια καλή μέρα. Ακόμα κι αν έχουμε 100 απίστευτα κακές Κυριακές στη σειρά, συνεχίζουμε να πιστεύουμε με μία αθεράπευτα βλακώδη επιμονή πως η επόμενη Κυριακή θα είναι αλλιώς, πως θα είναι έτσι όπως την έχουμε σκηνοθετίσει στο μυαλό μας. Πως θα περάσουμε μια ονειρεμένη Κυριακή που θα πάρει όλο το βάρος της περασμένης βδομάδας από πάνω μας και θα μας επιβραβεύσει που κατορθώσαμε να το αντέξουμε τόσο καιρό. Βαθειά μέσα μας πιστεύουμε στην περιβόητη ισορροπία του Σύμπαντος και περιμένουμε από μία ημέρα να έρθει και να φέρει την ισορροπία ανταμοίβοντάς μας για όλα τα στραβά και τα άσχημα των υπόλοιπων ημερών. Ο κανόνας είναι: έξι μέρες κόλαση και μία παράδεισος. Λογικό και δίκαιο δεν ακούγεται; Μία Κυριακή που θα είναι σαν εκείνο το μπισκοτάκι που δώσαμε στο σκύλο μας επειδή κατόρθωσε, υπό τις δικές μας εντολές, να καθίσει, να σηκώσει το πόδι, ή να κάνει διπλό άξελ και τόλουπ στον αέρα. Μία Κυριακή που θα θυμίζει σκηνή από χολιγουντιανή ταινία, και που θα μπορεί να περιγραφτεί με τις λέξεις ξεκούραση, ανεμελιά, χαρά, απόλαυση, φρουφρού κι αρώματα.  

Παράδειγμα κυριακάτικου ξυπνήματος χολιγουντιανής παραγωγής.  Ξυπνάς με ένα ανεξήγητο κέφι και ενέργεια (άσε το full make-up), κάτι σαν το λαγουδάκι duracel στη διαφήμιση. Πας στην κουζίνα και βρίσκεις έτοιμο ζεστό καφέ στην καφετιέρα (κι ας μένεις μόνη σου, «φαντασματάκια, την επόμενη φορά δύο κουταλιές καφέ εε»). Φοράς τη μεταξένια ρόμπα που έχεις πρόχειρη για μέσα στο σπίτι, κι ας βγάζεις τρεις κι εξήντα. Καθώς ανοίγεις τα παράθυρα, ξεχύνεται το φως του ήλιου στην χαοτικά μεγάλη γκαρσονιέρα σου. Ύστερα πίνεις τον πρωινό καφέ χαζεύοντας έξω από το παράθυρο τον καταγάλανο ουρανό, τα πουλιά που τιτιβίζουν και κάπου στο βάθος την Julie Andrews να παίζει και να τραγουδάει τη Μελωδία της Ευτυχίας με κάτι παιδιά σε κάτι καταπράσινους λόφους. Ναι, αυτό θα ήταν όντως μία καλή στιγμή για να ξεκινήσεις τη μέρα σου. Εξάλλου, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, λένε. Εάν ισχύει το τελευταίο, τότε θ’ αρχίσω να σκέφτομαι σοβαρά το να κοιμάμαι όλο το πρωί και να ξυπνάω κατ’ευθείαν μεσημέρι μήπως δω άσπρη μέρα. Αυτό φυσικά ήταν μόνο ένα απλό παράδειγμα ενός απλού μυαλού ενός απλού ανθρώπου. Ο καθένας ονειρεύεται διαφορετικά τη λυτρωτική «Κυριακή» του.

Κάθε Κυριακή όμως η ίδια απογοήτευση. Κάθε μέρα η ίδια απογοήτευση. Κάθε κακό πρωινό ξύπνημα προμηνύει την εξίσου κακή συνέχεια της ημέρας. Ακόμα και το κυριακάτικο μου ξύπνημα δεν έχει καθόλου καλές προδιαγραφές. Όλο το βράδυ κάνω ανήσυχο ύπνο και βλέπω εφιάλτες κάθε μα κάθε φορά επί ένα χρόνο τώρα (με ένα μόνο όνειρο να εξαιρείται, αλλά σ’ αυτό θα αναφερθώ σε άλλο ποστ). Τουλάχιστον εάν θυμόμουν την πλοκή από κάθε εφιάλτη και την έγραφα, τώρα θα είχα γράψει 365 θρίλερ και θα ήμουν πλούσια από τις πωλήσεις. Αλλά με το που σηκώνομαι τα ξεχνάω το δόλιο το χρυσόψαρο, οπότε τζάμπα το ολονύχτιο κινέζικο βασανιστήριο. Βέβαια, εξαιτίας αυτού, ξυπνάω κακόκεφη, κουρασμένη (ναι, λες και έσκαβα όλο το βράδυ), και με ένα κεφάλι καζάνι. Σέρνομαι να φτιάξω πρωινό και τελικά πίνω τον σκέτο καφέ μου (κλασικά, έχει τελειώσει το γάλα) στον καναπέ απολαμβάνοντας το θεσπέσιο ήχο από τα τρυπάνια του πάνω ορόφου που κάνουν ανακαίνιση και τα μηχανάκια που κάνουν σούζες στις 9 το πρωί. Όχι, με τι καρδιά να αντέξω την ερχόμενη βδομάδα;

Σίγουρα έχω πολύ καιρό να πω-- βασικά, δεν έχω ποτέ πει «αχ, αυτή ήταν μια καλή ημέρα» και να πέσω να κοιμηθώ σαν πουλάκι. Αλήθεια γιατί αντί του «κοιμήθηκα πολύ καλά» λένε «κοιμήθηκα σαν πουλάκι»; Εγώ στοιχηματίζω ότι και τα πουλάκια σκατά ύπνο κάνουν με τέτοια ηχορύπανση από τους ανθρώπους το βράδυ.

Και τι δείχνει για μένα το ότι δε βρίσκω αναμνήσεις μίας πραγματικά καλής ημέρας στα αρχεία του εγκεφάλου μου; Μήπως έχει καεί η CPU μου; Μήπως στην τελική ζητάω πολλά; Μάλλον παραείμαι ένα εγωιστικό και αχάριστο, βρωμερό σκουλίκι που δεν αναγνωρίζει την ευτυχία στην καθημερινότητα. Άλλοι άνθρωποι πεινάνε, είναι άρρωστοι και δεν έχουν καν άνθρωπο να μιλήσουν για τα δεινά τους. Μήπως τελικά οι τύψεις και οι ενοχές για αυτήν την απληστία μου παίρνουν τη μορφή εφιάλτη και με παίρνουν στο κυνήγι κάθε βράδυ; 

Σύμφωνα με έρευνες, οι μαθητές γίνονται καλύτεροι και δυνατότεροι στα μαθήματά τους όταν επιβραβεύονται για τον κόπο και την προσπάθειά τους. Μήπως όμως στην πραγματική ζωή οι καλύτεροι και οι δυνατότεροι είναι τελικά αυτοί που τα καταφέρνουν χωρίς την ανάγκη επιβραβεύσεων; Μήπως εκείνες οι πολλά υποσχόμενες, ονειρεμένες «Κυριακές» είναι για τους ενήλικες ό,τι ο Άι Βασίλης για τα παιδιά; Τα μικρά παιδιά έχουν αυτή τη μεγάλη και γλυκιά προσμονή για τον Άι Βασίλη να έρθει τα Χριστούγεννα και να τα ανταμοίψει που ήταν καλά παιδιά όλο το χρόνο. Αντίστοιχα, εμείς οι ενήλικες τρέφουμε φρούδες ελπίδες μιας παρόμοιας, όμορφης μεν, ψεύτικης και ανύπαρκτης δε ανταμοιβής για τις δύσκολες περιόδους και τις άσχημες στιγμές μας. 

Τελικά τι ισχύει; Είναι η ζωή ένα παιχνίδι που εάν περάσεις όλα τα δύσκολα επίπεδα στο τέλος παίρνεις το reward που δικαιούσαι; Κι αν ναι, αυτό το reward πότε το παίρνεις; Σήμερα, αύριο, την Κυριακή, ποτέ; Τι να πω; Όπως λέει και το Σκαρλετάκι στο «Όσα παίρνει ο άνεμος», αύριο είναι μία άλλη μέρα. Δεν είναι;

PS. Food for thought: Σε διάφορα σημεία του κειμένου αναφέρομαι στις Κυριακές κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά!

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

I hate summer: It all started with a fall..

Καλοκαίρι. Εννιά χρόνια πριν. Διαδρομή Ηράκλειο-Βικτώρια με το τρένο. Είχε έναν απίστευτο καύσωνα με τη θερμοκρασία να φτάνει τους 40 βαθμούς. Και καμήλα της Σαχάρας να ήσουν, θα έπαιρνες το πρώτο αεροπλάνο για Αλάσκα ασυζητητί. Εκείνη η κουφόβραση είχε δολοφονικές τάσεις. Απόδειξη ότι όλοι οι επιβάτες του τρένου είχαν κατάχλωμα, αρρωστιάρικα πρόσωπα, σαν ετοιμοθάνατων. Δεν είχαν βάλει air-condition στα τρένα ακόμα. Γι’ αυτό τα παράθυρα ήταν όλα ορθάνοιχτα, αλλά ο αέρας που έμπαινε έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Δεν ήταν κανένα δροσερό αεράκι. Αντίθετα, ήταν καυτός αέρας που ζεμάταγε όλα τα δερματικά σου κύτταρα, ένα-ένα.

Σα να μην έφτανε το γεγονός ότι έπρεπε να κυκλοφορήσω με καιρικές συνθήκες Αφρικής στην Αθήνα, είχα να αντιμετωπίσω και το πρόβλημα σαρδελίασης. Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από κόσμο, με τους επιβάτες να είναι στριμωγμένοι στο βαγόνι σα σαρδέλες σε κονσέρβα. Καρφίτσα δεν έπεφτε. Ήταν τόσο στριγμωγμένα που ένιωθα τα ιδρωμένα ρούχα των άλλων να ακουμπάνε τα δικά μου και τις καυτές ανάσες των ψηλότερων από 1.70 να πέφτουν στο μέτωπό μου. Επιπλέον, η μυρωδιά των επιβατών δε θύμιζε με καμία δύναμη αυτή του αποσμητικού. Θύμιζε περισσότερο αυτή του ληγμένου ξινόγαλου μάλλον. Εγώ στεκόμουν όρθια κοντά στο παράθυρο.

Γαμώτο, έχω αρχίσει να ιδρώνω. Το πρωί έλιωσα μέσα στο μπάνιο και τώρα θα βγω από δω μέσα παπί από τον ιδρώτα. Σιχαίνομαι και ντρέπομαι να είμαι ιδρωμένη-- και τότε είναι που ιδρώνω ακόμα περισσότερο. Είναι και αυτοί σα βδέλλες πάνω μου. Τελείωσε. Θα τους ζητήσω να κάνουν πιο πέρα. Βασικά, δεν μπορώ, γιατί δεν υπάρχει εκατοστό να κάνουν πιο πέρα. Κι αν το κάνω, θα με περάσουν για ηλίθια σχιζοφρενή. Τελοσπάντων, θα το υποστώ για κάποιες στάσεις.

Επόμενος σταθμός: Νέα Ιωνία.

Τι; Μόνο μία στάση έχει περάσει; Μέχρι τη Βικτώρια τι θα κάνω; Θα πεθάνω. Θα πεθάνω από αφυδάτωση, από τις τοξικές ανάσες των διπλανών, και καμιά σπάνια ασθένεια που μεταδίδεται εξ επαφής. Και είμαι πολύ νέα για να πεθάνω. Είμαι απλά ένα παιδί που αγωνίζεται να πάει στον ορθοδοντικό του, γιατί έχει οδοντοστοιχία χειρότερη από του Hugh Grant. Όχι, εντάξει, κανείς δεν συναγωνίζεται τον Hugh, κακά τα ψέματα.    

Πευκάκια.

Πόσες στάσεις ακόμα; Μια, δυο, τρεις.. εφτά! Θεέ μου, δε θα αντέξω εφτά στάσεις. Έχει στεγνώσει το στόμα μου. Τα μάτια μου καίνε. Και τα δερματικά μου κύτταρα έχουν φτύσει ό,τι νερό περιείχαν σε μορφή ιδρώτα. Όμως, τι περίεργο.. Δεν ακούω τον ήχο του τρένου, ενώ λογικά θα έπρεπε, αφού είναι ακόμα εν κινήσει. Σχεδόν δεν ακούω τίποτα. Γυρνάω το κεφάλι μου προς τη μεριά των επιβατών. Βλέπω μία κυρία στα αριστερά μου να συζητάει. Δεν ακούω λέξη. Τη βλέπω απλά να ανοιγοκλείνει το στόμα της σα να περιμένω να πέσει η καρτέλα με τον γραμμένο διάλογο, όπως στις βουβές ταινίες. Αυτή η βουβή ταινία, όμως, δεν είναι ασπρόμαυρη. Κάθε άλλο. Εγώ βλέπω τους πάντες και τα πάντα σε αποχρώσεις του.. μπλε. Όλα μπλε. Λες και είμαι σε simulation για τις επιδράσεις του βιάγκρα είναι, αλλά χωρίς τις ερωτικές ορμές. Ή μήπως είμαι σε κανένα στρουμφοχωριό και είναι όλοι μπλε; Χμ, λείπουν τα άσπρα σκουφάκια, οπότε μάλλον είναι ύποπτο.

Περισσός.

Ό,τι και να μου συμβαίνει πρέπει να το προλάβω πριν χειροτερέψει. Θα κατέβω στην επόμενη στάση να κάτσω σε ένα παγκάκι και μετά θα πάρω νερό από το περίπτερο. Κάνε υπομονή Δήμητρα. Στην επόμενη στάση. Μερικά δευτερόλεπτα υπομονής και θα κατεβείς στα Πατήσια. Α, όχι.. Δεν κάνει στάση στα Πατήσια. Κάνουν ακόμα έργα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτό ήταν. Τώρα πανικοβαλλόμαστε. Δε θα αντέξω μέχρι τον Άγιο Ελευθέριο.

Τρέμουν τα πόδια μου. Τρέμουν σα να μην μπορούν να κρατήσουν το βάρος μου. Τα χέρια μου κρέμονται. Δεν έχω τη δύναμη να κρατηθώ από πουθενά. Νιώθω το σώμα μου να βαραίνει όλο και περισσότερο, και μικρές, μικρές σταγόνες κρύου ιδρώτα να καλύπτουν το πρόσωπό μου. Σίγουρα πρέπει να έχω χλωμιάσει. Μπορώ να με φανταστώ. Πιο άσπρη κι από σεντόνι πλυμένο με Εύρηκα θα’ χω γίνει. Η αναπνοή μου γίνεται όλο και πιο αργή. Σα να μην υπάρχει αρκετό οξυγόνο στον αέρα για να αναπνεύσω. Και ζαλίζομαι. Τέτοια ζαλάδα δεν είχα ούτε στο τρενάκι του λούνα παρκ πέντε χρονών. Πρέπει επειγόντως να βρω να κάτσω. Ψάχνω για καμιά ελεύθερη θέση. Μάταια. Πρέπει να ζητήσω από κάποιον να σηκωθεί για να κάτσω. Πώς ζητάς ευγενικά από κάποιον να σηκωθεί για να κάτσεις; «Συγγνώμη κύριε, μπορείτε να σηκωθείτε γιατί λιποθυμάω;» Μήπως να πω σε εκείνη την κυρία δίπλα μου πως δεν αισθάνομαι καλά; Θα το πω, ίσως με βοηθήσουν.

Δε.. δεν μπορώ. Δεν μπορώ να μιλήσω. Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη, να βγάλω ήχο. Δεν μπορώ καν να ανοίξω το στόμα μου. Όλο το σώμα μου είναι σε κατάσταση παράλυσης. Χτυπάει ο συναργεμός στο κεφάλι μου, με έχει ξεκουφάνει ότι κάτι πρέπει να κάνω, αλλά δεν μπορώ να ειδοποιήσω κανέναν. Κανέναν. Μα γιατί; Τι μου συμβαίνει; Λες και παίζω, όντως, σε βουβή ταινία, ή στην Άριελ που της κλέβει η κακιά Ούρσουλα τη φωνή της. Όχι, εγώ θα τα καταφέρω, θα μιλήσω, θα πω στον πρίγκηπα ότι εγώ τον έσωσα, ότι εγώ τραγουδούσα τότε στη θάλασσα. Θα καταφέρω να πω στην κυρία ότι δεν αισθάνομαι καλά, θα βρει τρόπο να με βοηθήσει, να μου βρει θέση να κάτσ--

«Τι έγινε; Πέφτει; Βοηθήστε με καλέ.» άκουσα να λέει μία γυναικεία φωνή από πίσω μου τη στιγμή που ένιωσα δύο χέρια στα πλευρά μου να προσπαθούν να με κρατήσουν.